Ωδή σε ένα αηδόνι

“Η καρδιά μου σφίγγεται και ένα νυσταγμένο μούδιασμα πληγώνει
τις αισθήσεις μου, σαν κώνειο να είχα πιει
ή να είχα αδειάσει κάποιο ύπουλο οπιούχο στις φλέβες μου
μέχρι πριν ένα λεπτό, και ξάφνου χάθηκε στη Λήθη.
Όχι από ζήλια για τη χαρά σου
μα από χαρά για την ευτυχία σου,
πως εσύ, ελαφρόπτερη Δρυάδα των δέντρων
σε κάποια μελωδική συμφωνία
από βαθύ πράσινο και σκιές αμέτρητες
θα τραγουδάς για το καλοκαίρι με όλη τη δύναμη της φωνής σου.

Ω, για ένα κύπελλο εκλεκτό κρασί που ωρίμασε
για καιρό μακρύ, βαθιά κρυμμένο στη γη
έχοντας τη γεύση της χλωρίδας και του πράσινου της εξοχής.
Χορός και εύθυμο τραγούδι και ευθυμία κάτω από τον καυτό ήλιο
Ω, για ένα κύπελλο πλήρες καυτού Νότου
γεμάτο με την πραγματική, τη φέρουσα αίσθημα ντροπής Ιπποκρήνη.
Με λαμπερές σταγόνες να αφρίζουν στο χείλος του
και το στόμα βαμμένο πορφυρό.
Αυτά ίσως πιω και αφήσω τον κόσμο χωρίς να τον δω
και με σένα να χαθώ μες του δάσους το θολό τοπίο.
Να χαθώ μακριά, να γίνω στάχτη και σχεδόν να λησμονήσω
ό,τι εσύ εν μέσω των δεντρόφυλλων ποτέ σου δεν έμαθες
Την κούραση, τον πυρετό και τη δυσφορία (έγνοια).
Εδώ, που στέκουν οι άνδρες και αφουγκράζονται ο ένας το στεναγμό του άλλου
Όπου η παράλυση αναρριγεί τις λιγοστές θλιμμένες, τελευταίες γκρίζες τρίχες,
Εκεί όπου η νιότη θαμπώνει, και γίνεται αχνή σα φάντασμα, και χάνεται (πεθαίνει)
Εκεί που η σκέψη είναι γεμάτη πόνο και οδύνη
και ανείπωτη απόγνωση
Εκεί που το κάλλος δε μπορεί να κρατήσει τα φωτεινά του μάτια
Ή ένας νέος έρωτας να μαραζώνει γι’ αυτά πέρα από το αύριο.

Μακριά! Μακριά! Θα πετέξω σε σένα
όχι με το άρμα του Διονύσου και τους πάνθηρές του
μα με τα αόρατα φτερά του ποιητικού μου οίστρου.
Μέσω της καθυστέρησης και του σαστίσματος ενός νωθρού μυαλού,
είμαι ήδη μαζί σου! Τρυφερή είναι η νύχτα,
και μετά χαράς η Βασίλισσα του φεγγαριού κάθεται στο θρόνο της
τριγυρισμένη από όλες τις έναστρες υπάρξεις της.
Όμως εδώ δεν υπάρχει φως,
πέρα απ’ ό,τι φτάνει απ’ τον παράδεισο με την αύρα που φυσά,
μέσα από τολμηρά μισοσκόταδα και ανεμοδαρμένα βρυοσκεπή μονοπάτια.

Δεν μπορώ να αντιληφθώ ποια λουλούδια είναι κάτω από τα πόδια μου,
ούτε ποιο ελεφρύ θυμίαμα αιωρείται πάνω από τα κλαριά,
μα μες στη μυρωμένη σκοτεινιά, υποθέτω κάθε γλυκύτητα
με την οποία ο εκάστοτε μήνας της εποχής είναι προικισμένος.
Το χορτάρι, η δενδροστοιχία και η καρποφόρος άγρια γη
Λευκή κράταιγος και η βουκολική αγριοτριανταφυλλιά
Βιολέτες που μαράθηκαν γρήγορα, καλυμμένες με φύλλα
και το μεσομαγιάτικο παιδί, το μεγαλύτερο
ο μόσχοσμος που θα ανθίσει, πλήρης με δροσάτο οίνο
Το επίμονο βουητό από τις μύγες στους πρόποδες του καλοκαιριού.

Κάνω σκοτεινές σκέψεις’ και για πολύ καιρό
ήμουν κατά το ήμισυ ερωτευμένος με το μακάριο θάνατο.
Πολλές φορές τον αποκάλεσα εμπνευσμένη ρίμα
να πάρει με τον άνεμο την ήρεμη ανάσα μου,
Τώρα περισσότερο από ποτέ είναι ευκαιρία να φύγω
να πάψω τα μεσάνυχτα δίχως πόνο
ενώ εσύ θα αφήνεις την ψυχή σου να ταξιδεύει
μέσα σε τέτοια έκσταση!
Ακόμα θα μπορούσες να τραγουδάς, και εγώ έχω αυτιά επί ματαίω
Στην τρανότερη ελεγεία σου γίνε η κατάρα.

Δεν καμώθηκες εσύ για το Χάρο, αθάνατο πουλί.
Καμιά αχόρταγη γενιά δε θα περάσει από πάνω σου.
Η φωνή που ακούω τη νύχτα αυτή που φεύγει, ακουγόταν
τα πολύ παλιά χρόνια από τον αυτοκράτορα και το γελωτοποιό.
Ίσως το ίδιο ακριβώς τραγούδι που βρήκε το δρόμο του
μέσα από τη θλιμμένη καρδιά της Ρουθ, όταν, στη νοσταλγία της για το σπίτι
στάθηκε δακρύζοντας μες στο ξένο χωράφι με το καλαμπόκι.
Το ίδιο που πολλάκις έχει
σαγηνέψει μαγεμένα παραθυρόφυλλα, που ανοίγουν εμπρός
σε μανιασμένες θάλασσες, σε νεραϊδοχώρες ερημωμένες.

Ερημωμένες! Η ίδια λέξη ηχεί σαν καμπάνα
ώστε να με ξαναγυρίσει από εσένα στη μοναχικότητά μου!
Αντίο! Η φαντασία δε μπορεί να ξεγελάσει τόσο εύκολα,
καθώς φημίζεται πως μπορεί, απατηλό ξωτικό.
Αντίο! Αντίο! Ο γοερώς σου ύμνος ξεθωριάζει
πέρα από τα κοντινά λιβάδια, πάνω από το γαλήνιο χείμαρρο
πάνω στην πλαγιά του λόφου, και τώρα είναι θαμμένο βαθιά
στα ξέφωτα της διπλανής κοιλάδας.
Ήταν ένα όραμα, ή ένα όνειρο της μέρας;
Φευγαλέα είναι αυτή η μουσική:  -Είμαι ξύπνιος ή μήπως κοιμάμαι;”

 

John Keats

Άγγλος συγγραφέας (1795-1821)